- σκαλοβάτης
- ὁ, Ααυτός που ανεβαίνει μια σκάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
σκαλοβατικός — ή, όν, Α [σκαλοβάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάβαση με κινητή κλίμακα ή στον σκαλοβάτη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκαλοβατική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής ανάβασης με σκάλα … Dictionary of Greek
σκαλοβατώ — έω, Α [σκαλοβάτης] (κατά τον Ησύχ.) ανεβαίνω σκάλα … Dictionary of Greek